ΜΕΣ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ...
"In the last century, I believe they used to take photographs of the dead in the hopes that their souls would go on living through the potraits."
Alejandro Amenábar
Άνθρωποι παντού. Τηγανητές πατάτες. Αν κάποιος σκηνοθέτης σκοπεύει να γυρίσει τη σφαγή των νηπίων εδώ θα έπρεπε να την τοποθετήσει. Μια κυρία χρησιμοποίησε ένα βρέφος για να σκουπίσει το παγκάκι. Το κεφάλι του το είχαν πνίξει με ένα αλεξίσφαιρο μανδύα σύμβολο μητρικής "αγάπης" προς το πρόσωπο του. Πέρασαν τα "όργανα" της "τάξης" με τις φορεσιές τους. Τα παγκάκια οι πολυπόθητες καμινάδες. Περνούσαν πολικές αρκούδες με πυκνές μπούκλες. Χαμογελούσαν σαν να μην είχε πάρα πολύ φασαρία. Φασαρία. Από τους ινδιάνους. Τους απεσταλμένους του "Θεού". Τις τέλειες οικογένειες. Τις ευτυχισμένες στυλάτες οικογένειες. Το στρατό δίπατων αρβύλων. Κάποια στιγμή πέρασε και το τέρας των Maiden με το νουμεράκι του. Οι κρεμασμένοι. Στην ανάμνησή της ακούγεται ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Μάλλον δεν ακουγόταν τίποτα. Το κεφάλι της. Έβλεπε και νόμιζε ότι άκουγε.
Ήθελα.
Δεν ήθελε. Το σκέφτηκε. Ούτε ήθελε να γίνει. Ίσως ήθελε αλλά δεν το λέει ούτε στον εαυτό της γιατί τότε θα γίνει ένας πολύ κακός άνθρωπος. Δεν θέλει να το παραδεχτεί. Αν είναι άνθρωπος.
Οι αρκούδες σηκώνονται όρθιες. Τρέχουν μανιασμένες. Επιτίθενται στους περαστικούς. Τους ξεριζώνουν τα κεφάλια. Έπειτα κρεμάνε σε διάφορα σημεία τα κορμιά και τα κεφάλια τους με λαμπερές γιορτινές γιρλάντες. Για να νιώσουν πόσο εύκολη είναι η λύση. Για να νιώσουν πόσο ωραία είναι να μιλάνε και να μιλάνε και να μιλάνε και να τα ξέρουν όλα για όλους. Για να μάθουν. Για να το βουλώνουν.
Πυκνό παχύρρευστο αίμα τρέχει από παντού. Παχιές κηλίδες στάζουν από τα τρίγωνα των κρεμασμένων. Τα σώματα που κρεμάστηκαν εδώ και καιρό, το καθένα για τον δικό του λόγο, ξεκίνησαν το τραγούδι. Γιατί τους είπαν να πάνε να δούνε. Αυτό που γεννήθηκε. Όταν έδειξαν όμως το μωρό στη μάνα δεν ακούστηκε τίποτα. Δεν χαμογέλασε κανείς. Παύση. Κραυγή. Από τη μάνα. Είδε ένα τέρας. Ακόμα και ένα βρεγμένο μόγκουαϊ θα της έμοιαζε με χαριτωμένο κουτάβι μπροστά του. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει μέχρι που βρήκε τον τρόπο. Άρχισε να κατασπαράζει το ίδιο της το σπλάχνο. Δάγκωνε το πρόσωπο του. Άρχισε να τραβάει με τα δόντια της τη μύτη του παλεύοντας να τη ξεκολλήσει από το κρανίο. Έσπαγε με τα χέρια της τη σπονδυλική του στήλη. Μασουλούσε τις κόρες των ματιών και έβγαζε με αηδία τις βλεφαρίδες που είχαν κολλήσει στη γλώσσα της. Ενώ προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα γεννητικά του όργανα που της είχαν σταθεί στο λαιμό. Επειδή θεώρησε ότι το μωρό της ήταν τέρας. Κανένας γιατρός δεν αναφέρθηκε σε τερατογένεση. Καμία νοσοκόμα. Εκείνη όμως αυτό πίστευε. Και αποφάσισε να το εξαφανίσει. Αυτή ήταν η ιστορία που τραγούδησαν οι κρεμασμένοι, γεμάτοι χαρά, αγαλλίαση και ευλάβεια. Μια χριστουγεννιάτικη γέννα, ένα γεύμα και αυτό που είδαν έπειτα. Γιατί τους είπαν να πάνε να δουν. Αφού λοιπόν το μωρό που γεννήθηκε φαγώθηκε έπρεπε να βρουν κάτι άλλο να τους δείξουν. Είχαν κάνει ολόκληρο ταξίδι δεν γινόταν φύγουν έτσι. Βρέθηκε λύση σοφή. Το λαμπερό γεμάτο παγιέτες φόρεμα μιας νοσοκόμας που μετά τη βάρδια της θα πήγαινε στα μπουζούκια.
Το τραγούδι πλαισιώνεται από κραυγές, προσευχές, "ωσαννά". Το πλήθος τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις. Πέφτει πάνω στα αυτοκίνητα που χάνουν τον έλεγχο. Οι ρόδες συνθλίβουν τα κόκαλα τους. Τα κρανία τους. Ακούγεται μόνο ένα παραπαπα παμ από το σπάσιμο των κορμιών. Ένας ήχος που όσο περνάει η ώρα γίνεται πιο έντονος, πιο πυκνός, πιο δυνατός, ρυθμικός.
Σαν να το βλέπω.
Οι αρκούδες σηκώνονται όρθιες. Τρέχουν μανιασμένες. Επιτίθενται στους περαστικούς. Τους ξεριζώνουν τα κεφάλια. Έπειτα κρεμάνε σε διάφορα σημεία τα κορμιά και τα κεφάλια τους με λαμπερές γιορτινές γιρλάντες. Για να νιώσουν πόσο εύκολη είναι η λύση. Για να νιώσουν πόσο ωραία είναι να μιλάνε και να μιλάνε και να μιλάνε και να τα ξέρουν όλα για όλους. Για να μάθουν. Για να το βουλώνουν.
Πυκνό παχύρρευστο αίμα τρέχει από παντού. Παχιές κηλίδες στάζουν από τα τρίγωνα των κρεμασμένων. Τα σώματα που κρεμάστηκαν εδώ και καιρό, το καθένα για τον δικό του λόγο, ξεκίνησαν το τραγούδι. Γιατί τους είπαν να πάνε να δούνε. Αυτό που γεννήθηκε. Όταν έδειξαν όμως το μωρό στη μάνα δεν ακούστηκε τίποτα. Δεν χαμογέλασε κανείς. Παύση. Κραυγή. Από τη μάνα. Είδε ένα τέρας. Ακόμα και ένα βρεγμένο μόγκουαϊ θα της έμοιαζε με χαριτωμένο κουτάβι μπροστά του. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει μέχρι που βρήκε τον τρόπο. Άρχισε να κατασπαράζει το ίδιο της το σπλάχνο. Δάγκωνε το πρόσωπο του. Άρχισε να τραβάει με τα δόντια της τη μύτη του παλεύοντας να τη ξεκολλήσει από το κρανίο. Έσπαγε με τα χέρια της τη σπονδυλική του στήλη. Μασουλούσε τις κόρες των ματιών και έβγαζε με αηδία τις βλεφαρίδες που είχαν κολλήσει στη γλώσσα της. Ενώ προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα γεννητικά του όργανα που της είχαν σταθεί στο λαιμό. Επειδή θεώρησε ότι το μωρό της ήταν τέρας. Κανένας γιατρός δεν αναφέρθηκε σε τερατογένεση. Καμία νοσοκόμα. Εκείνη όμως αυτό πίστευε. Και αποφάσισε να το εξαφανίσει. Αυτή ήταν η ιστορία που τραγούδησαν οι κρεμασμένοι, γεμάτοι χαρά, αγαλλίαση και ευλάβεια. Μια χριστουγεννιάτικη γέννα, ένα γεύμα και αυτό που είδαν έπειτα. Γιατί τους είπαν να πάνε να δουν. Αφού λοιπόν το μωρό που γεννήθηκε φαγώθηκε έπρεπε να βρουν κάτι άλλο να τους δείξουν. Είχαν κάνει ολόκληρο ταξίδι δεν γινόταν φύγουν έτσι. Βρέθηκε λύση σοφή. Το λαμπερό γεμάτο παγιέτες φόρεμα μιας νοσοκόμας που μετά τη βάρδια της θα πήγαινε στα μπουζούκια.
Μόνο ένας άγγελος δεν συμμετέχει στο τραγούδι. Δεν τραγουδάει. Όχι πια. Έχει πει ήδη αρκετά.
Το τραγούδι πλαισιώνεται από κραυγές, προσευχές, "ωσαννά". Το πλήθος τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις. Πέφτει πάνω στα αυτοκίνητα που χάνουν τον έλεγχο. Οι ρόδες συνθλίβουν τα κόκαλα τους. Τα κρανία τους. Ακούγεται μόνο ένα παραπαπα παμ από το σπάσιμο των κορμιών. Ένας ήχος που όσο περνάει η ώρα γίνεται πιο έντονος, πιο πυκνός, πιο δυνατός, ρυθμικός.
Φέγγει το άστρο το φωτεινό.
Εσύ; Μόνο κοιτάω. Γιατί; Είτε κάνω κάτι σωστά. Είτε κάνω κάτι λάθος.
Δεν σου σπάω το κεφάλι. Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Γιατί είσαι μέσα στο κεφάλι μου.
Και εσύ. Και χθες.
Ήμουν σε ένα σούπερ μάρκετ. Ήμουν πάρα πολύ μικρή. Ή κοντή. Δεν ξέρω σίγουρα αν ήμουν θα ήμουν νάνος γιατί όταν περπατούσα έπεφτα πάνω στα κρεμασμένα χέρια των ανθρώπων. Μάλλον ήμουν απλά μικρή. Και δεν μπορούσα να βγω. Κάποιος δεν με άφηνε. Όταν γλίτωσα ήρθαν τα κανάλια. Έγινε σκάνδαλο με αυτό που μου είχε συμβεί. Αυτό δεν ξέρω αν ήταν γεγονός ή ανάμνηση. Πάντως μετά βρέθηκα με δυο φίλους μου μπροστά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εκεί μας επιτέθηκαν τρία άτομα. Άρχισαν να μας χτυπάνε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Στον έναν πέταξα το πορτοφόλι μου γιατί ήταν το μόνο που είχα και μπορούσα να του πετάξω. Χτυπούσαν τον έναν φίλο μου. Είχε όμορφα μακριά μαλλιά. Και όνομα υποθέτω. Γλίτωσα. Δεν ξέρω πως. Πήρα το τηλέφωνο κάποιου περαστικού. Κάλεσα την αστυνομία. Δεν μπορούσα να δω τι γίνεται μπροστά μου, τι κάνουν στους φίλους μου. Από την άλλη δεν ήθελα κιόλας. Έπιασα τον εαυτό μου να ανησυχεί στην ιδέα των ματωμένων προσώπων τους. Ο αστυνομικός στο τηλέφωνο έκανε άσχετες ερωτήσεις και ενώ δεν έβλεπα τους φίλους μου που ήταν μπροστά μου μπορούσα να δω αυτόν να μου μιλάει και παράλληλα να φτιάχνει γαλλικό καφέ. Τότε κατάλαβα ότι κάτι δε πήγαινε καλά.
Κάτι σαν όραμα; Κάτι σαν εφιάλτης.
Την είχε πάρει ο ύπνος; Ήταν χαρούμενοι. Τρέχανε πάνω κάτω. Βγάζανε φωτογραφίες. Διάβαζαν τον υποτιθέμενο λόγο του κυρίου. Φορούσαν παντελόνια με κακογυρισμένο ρεβέρ. Ποιος κοιμόταν;
Και μετά έγινε σεισμός. Θύματα; Αυτά που υπήρχαν και πριν.
Και μετά έγινε σεισμός. Θύματα; Αυτά που υπήρχαν και πριν.
"Συγγνώμη", είπε πριν τους σπρώξει για να κατέβει στην στάση της.
Επόμενη στάση "Τερματικός σταθμός: Πλατεία Κρεμασμένων."
十
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου